ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ!!!
Ήταν σ΄ εκείνα τα χρόνια αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912 -1913), στην Ελληνικότατη έως τότε περιοχή της Ανατολικής ΡΩΜΥΛΙΑΣ ( στην τότε μεγάλη Θράκη ), υπό κατοχή πλέον των Βουλγάρων, που αποτέλεσε το λάφυρό τους κατά την διανομή της Βόρειο-Δυτικής Οθωμανικής επικράτειας στους Βαλκάνιους συμμάχους (Συμφωνία του Λονδίνου), λόγω της ήττας των Τούρκων στους πολέμους αυτούς!!
Τότε είχαν αποθρασυνθεί πάρα πολύ οι Σλαβοβούλγαροι Εθνικιστές στην περιοχή εκείνη και έκαναν <<πογκρόμ>> κατά των Ελλήνων γηγενών κατοίκων, βιαιοπραγώντας συχνά επάνω τους, για να τους αναγκάσουν να φύγουν από τον τόπο, δηλαδή εφάρμοζαν μια άτυπη – παράνομη Εθνοκάθαρση. Ο Βούλγαρος Τσάρος <Φερδινάνδος Α΄>, ως βαφτισιμιός του Τσάρου της Ρωσίας <Νικολάου Β΄ Ρομανώφ> που απολάμβανε την υποστήριξή του, στήριζε ανεπίσημα την εκκαθάριση από το Ελληνικό στοιχείο της αποκτηθείσας περιοχής και την υφαρπαγή - απαλλοτρίωση των Ελληνικών περιουσιών!!
Στην περιοχή λοιπόν κοντά στην ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΗ, στον δρόμο για την πόλη < Στενήμαχος > και προς το μεγάλο ονομαστό Ορθόδοξο μοναστήρι <ΜΠΑΝΤΣΚΟΒΟ>, στο χωριό με την ονομασία < ΚΟΥΚΛΑΙΝΑ > ζούσε η γηγενής Ελληνική οικογένεια της προγιαγιάς μου!! Αυτή αποτελείτο από την Μάνα Χαρικλή (Χαρίκλεια), τον πατέρα Νικόλα και τις τρείς θυγατέρες τους, την Ελένη (1η), την Στεργιανή (2η) και την Σαββή ( Ελισάβετ 3η) την δική μου γιαγιά !!! Αυτή λοιπόν η Σαββή, η μικρότερη θυγατέρα ήταν ένα λυγερόκορμο – όμορφο – δυναμικό – έξυπνο - ανεξάρτητο κορίτσι γεννημένη (περίπου) στα 1898 ..….!
Σε κάποια επιχείρηση του άτακτου – φανατισμένου όχλου των Βουλγαρικών ομάδων, επετέθησαν αναίτια στον Νικόλα ( τον προπάππο μου) που εργάζονταν μόνος στο χωράφι του, τον χτύπησαν με σιδερόβεργα στο κεφάλι, τον πέταξαν κάτω από την γέφυρα στο διπλανό ποτάμι και εξαφανίστηκαν!! Τον άτυχο άνδρα που ξεψυχούσε βρήκε και μετέφερε μέσα σε μια κουβέρτα, ένας διερχόμενος πλανόδιος έμπορος που τον γνώριζε από παλιά και μαζί με άλλους χωριανούς που κάλεσε, τον πήγαν σπίτι του. Όμως δεν υπήρχε η δυνατότητα παροχής άμεσης σοβαρής ιατρικής βοήθειας εκείνη την εποχή στο χωριό και με σπασμένο το κρανίο και χυμένα τα μυαλά του, ο άνθρωπος δεν επέζησε και κατέληξε την επόμενη ημέρα!! Έτσι ξαφνικά έμεινε η Χαρικλή χήρα, νέα με τις τρείς ανήλικες κόρες της να αγωνίζεται για την επιβίωση τους, αβοήθητη χωρίς προστάτη !! Δούλευαν όλες τους αγόγγυστα στα κτήματα από την αυγή μέχρι την δύση του ηλίου και παρηγοριόντουσαν με τραγούδια παραδοσιακά, που τραγουδούσαν τα καλλίφωνα κορίτσια κι ακούγονταν γύρω στους αγρούς…! Όργωναν τα χωράφια τους με το άλογο τους τον <Ψαρή> ζεμένο στο υνί, έσπερναν, θέριζαν, τσάπιζαν, περιποιούνταν το αμπέλι τους, όλα χειρωνακτικά (εκείνα τα χρόνια δεν είχαν μηχανήματα) καθώς και μετέφεραν με το κάρο τους όλες τις σοδειές τους έγκαιρα στην αποθήκη τους…..!
Στο χωριό στον <πάνω μαχαλά> που είχαν το σπίτι τους, από την αυλή και την μεγάλη σκάλα στο πλάι του οικήματος ανέβαιναν στο μπαλκόνι στο ΑΝΩΪ ( επάνω όροφος ) που ήταν η κύρια κατοικία τους. Από την είσοδος του ορόφου που βρίσκονταν στην μέση της πρόσοψης με το σκεπαστό τσαρντάκι (στέγαστρο) εισέρχονταν στο καλό δωμάτιο την <υποδοχή>. Σε αυτό μέσα κυρίαρχο στοιχείο ήταν στην μία γωνία των τοίχων το μεγάλο πέτρινο τζάκι, που το κοσμούσε ένα μπακιρένιο ταψί με περίτεχνα σκαλίσματα. Εκατέρωθεν του τζακιού υπήρχαν ξύλινοι μπάγκοι – καθίσματα με μαξιλάρες υφαντές πάνω τους σε χρώματα και σχέδια παραδοσιακά, ενώ στους τοίχους πίσω τους υπήρχε μια μακρόστενη μπάντα στην κάθε πλευρά. Στην μέση του δωματίου αυτού ήταν το μεγάλο τραπέζι σκεπασμένο με κεντημένο τραπεζομάντηλο και καρέκλες ψάθινες γύρω του. Στο πάτωμα στρωμένο το μεγάλο χειροποίητο κιλίμι. Στα δεξιά κι αριστερά ήταν τα υπνοδωμάτια, ενώ στο πίσω μέρος η κουζίνα με μια άλλη μικρή εξώπορτα, που έβγαζε σε μια πετρόσκαλα στενή προς στον μπαχτσέ και το αποχωρητήριο!!
Στο ΚΑΤΩΪ ( το ισόγειο), στον ένα χώρο του, είχαν τα μεγάλα ξύλινα καδιά για το πάτημα των σταφυλιών του αμπελιού τους, μαζί με τα δρύινα βαρέλια διαφόρων μεγεθών, μεγάλες γυάλινες νταμιτζάνες σε καλαθούνες μέσα, που σ΄ αυτά αποθήκευαν τα κρασιά και τα τσίπουρά τους, ενώ στους τοίχους κρεμόνταν διάφορα καλάθια, πανέρια και κοφίνια. Στον κεντρικό χώρο αποθήκευαν τα ξύλα για την θέρμανση και στην άλλη πλευρά του κατωγιού, ήταν ένα ευρύχωρο βοηθητικό δωμάτιο και μέσα σε αυτό, κοντά στο εμπρός παράθυρο ήταν οι δύο αργαλειοί της νοικοκυράς, ένας για τα υφαντά κι ο άλλος, o όρθιος του τοίχου για τις ψάθες. Στον ένα πλαϊνό τοίχο του χώρου αυτού, υπήρχε το μικρό τζάκι, μέσα στο οποίο ήταν μια τριγωνική σιδερένια πυροστιά, που πάνω της τοποθετούσαν το τσουκάλι ή τον τέντζερη, το μαντεμένιο τηγάνι, την σχάρα ή την Γάστρα, για το μαγείρεμα - ψήσιμο και δίπλα στα τοίχωμα του ακουμπούσε η μασιά κι η τσιμπίδα, εργαλεία απαραίτητα για την φωτιά. Στο γείσωμα του τζακιού, που ήταν κατασκευασμένο από ένα χονδρό – φαρδύ - ξύλινο δρύινο δοκάρι, υπήρχαν επάνω του τοποθετημένα σε σειρά πήλινα βάζα γεμάτα με αλάτι, καφές (από ρεβίθια), ζάχαρη, μέλι, ρίγανη, βασιλικό, ξηρή τσούμπριτσα, κόκκινο πιπέρι ή πάπρικα, βότανα για τσάι (ήτοι: βουνού, χαμομηλιού, φλαμουριού, φασκόμηλου ) κι αποξηραμένα φρούτα για κομπόστες, διάφορα γλυκά του κουταλιού ( κεράσι, σύκο, σταφύλι, κολοκύθας, βερίκοκο, καρυδάκι ) ακόμη και βάζο με καρφιά – πρόκες.! Μπροστά στο τζάκι ήταν δυο σκαμνάκια και δίπλα στην άκρη μια λεκανίτσα με ποταμίσια άμμο για λόγους ασφάλειας ! Στον τοίχο, δίπλα απ’ αυτό, υπήρχαν πολλά ξύλινα ράφια καθ΄ύψος για τα χαλκώματα, τα τσουκάλια, τα ταψιά του νοικοκυριού, τις μεγάλες κουτάλες, τις πήλινες κούπες και καράφες. Παραδίπλα κρεμόνταν από το ταβάνι με σχοινιά ένα φαρδύ ξύλινο πλακέ δοκάρι, που σ΄αυτό τοποθετούσαν τα ψωμιά τους μετά το ξεφούρνισμα τους από τον κτιστό ξυλόφουρνο στην αυλή και τα σκέπαζαν με λευκό υφαντό λεπτό τραπεζομάντιλο, φυλάγοντάς τα εκεί μέχρι να τα καταναλώσουν. Στις εσοχές που είχε ο απέναντι τοίχος στο ίδιο δωμάτιο, τοποθετούσαν τις στάμνες με νερό και μερικά μπουκάλια με κρασί, τσίπουρο και σπιτικά λικέρ, για άμεση χρήση. Σε καρφιά μεγάλα στον τοίχο ψηλά, κρεμούσαν πάνινες σακούλες με τραχανά, πέτουρα, τις λαμπάδες σουτζουκ λουκούμ (μουσταλευβριά πάνω σε καρύδια περασμένα σε κλωστή) κι άλλα αποξηραμένα τρόφιμα. Στο βάθος του ίδιου χώρου στον πίσω τοίχο, πάνω σε μια πεζούλα στο πάτωμα υπήρχαν πιθάρια, τενεκέδες, με λίγδα (λίπος γουρουνιού), τσιγαρίδες, σλανίνες, ρετσέλι κολοκύθας, αλεύρι, και ξύλινες κουπάνες για το ζύμωμα, το πλύσιμο, καθώς και το στενόμακρο στρόγγυλο καδί (μπούτλος) που κτυπούσαν μέσα σε αυτό το γάλα και βγάζαν το βούτυρο.
Πίσω από το σπίτι υπήρχε ο μπαξές που καλλιεργούσαν τα ζαρζαβατικά τους ( λαχανικά ), καθώς κι η αποθήκη, ο αχυρώνας με τον στάβλο που είχε μέσα την αγελάδα, την κατσίκα, το γουρούνι τους και το παχνί του αλόγου. Στην απέναντι πλευρά του μεγάλου οικοπέδου πριν την περίφραξη από βατσινιές (αγριοβατομουριές ) και σε συνέχεια από τον λαχανόκηπο υπήρχαν μερικές κυψέλες με μελίσσια, το κοτέτσι με τις κότες τους και το <κουτσιρό > ( το ξύλινο μακρόστενο κατασκεύασμα – κτίσμα) για την αποξήρανση κι αποθήκευση των καλαμποκιών (γκουργκούχτες). Υπήρχαν δε και μερικά οπωροφόρα δένδρα διάφορα σε σειρά, που κάλυπταν τον υπόλοιπο κενό χώρο του οικοπέδου πίσω από το σπίτι .
Στην πρόσοψη της κατοικίας, κατά μήκος της ξύλινης περίφραξης στον δρόμου υπήρχε μικρός κήπος γεμάτος άνθη της κάθε εποχή, αλλά κυριαρχούσε μια τριανταφυλλιά αναρριχώμενη στην πέργολα και στην περίφραξη, με βαθυκόκκινα - βελούδινα αρωματικά τριαντάφυλλα. Ένα υπέροχο δένδρο δάφνης έστεκε δίπλα από την είσοδο, στα δε σύνορα του οικοπέδου μπροστά κυριαρχούσε δεξιά κι αριστερά από μία μεγάλη μουριά, ενώ δίπλα στο σπίτι τον ίσκιο της έριχνε μια ψηλή ακακία. Σ΄ ένα μικρό κομμάτι της αυλής στο πλάι του σπιτιού, υπήρχαν πάντοτε σπαρμένα βότανα: βασιλικός, μακεδονήσι, μέντα, δυόσμος, ρίγανη, θυμάρι, δενδρολίβανο, φασκόμηλο, λεβάντα, μαντζουράνα, αλλά κυρίως η << τσούμπριτσα>> ! Ήταν ένα τοπικό φυτό, κάτι σαν ρίγανη μαζί με δυόσμο και μακεδονήσι (μαϊντανό), που το μάζευαν χλωρό, το αποξέραιναν, το έτριβαν και το χρησιμοποιούσαν στα φαγητά τους ως καρύκευμα. Επίσης την τσούμπριτσα την άπλωναν επάνω στην φέτα του ψωμιού και την ράντιζαν με λίγο νερό κι αλάτι για κολατσιό, ή την πρόσθεταν επάνω στις φέτες του ψωμιού με βούτυρο, το οποίο παρασκεύαζαν από το γάλα της αγελάδας και της κατσίκας τους, κτυπώντας το μέσα στο καδί - μπούτλο με το μακρύ κοπανόξυλο. Τον χειμώνα προτιμούσαν να αλείφουν στην φέτα του ψωμιού λίγδα ( αυτήν που παρασκεύαζαν από το λίπος του γουρουνιού ) και πασπάλιζαν επάνω της την <τσούμπριτσα> με λίγο αλάτι!! Αποτελούσε το καλύτερο κολατσιό των παιδιών και γενικά όλων των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Ήταν πολύ νόστιμη λιχουδιά κι είχα την τύχη μικρή να την δοκιμάσω και να την απολαύσω σε κάθε εκδοχή της, ως μια ιδιαίτερη - μοναδική γεύση, αξέχαστη έως σήμερα…. Η τσούμπριτσα υπάρχει ακόμη και τώρα στην περιοχή αυτή της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βουλγαρίας), όμως δυστυχώς δεν ευδοκιμεί εδώ !!
Όταν επέστρεφαν από τα κτήματά τους, οι δύο μεγαλύτερες αδελφές ασχολούνταν με την λάτρα του σπιτιού, το μαγείρεμα, το πλύσιμο κι ότι χρειάζονταν για το νοικοκυριό. Η μάνα η Χαρικλή κατέβαινε στο κατώι κι ύφαινε στον αργαλειό τις <ψάθες>, τα παραδοσιακά στρωσίδια για τα πατώματα των σπιτιών της εποχής εκείνης των απλών - λαϊκών ανθρώπων. Βοηθός της πάντα η μικρή Σαββή, που της είχε μάθει και έκαμνε ένα είδους νήματα από τις καλαμιές. Αυτές τις μάζευε η κοπέλα από τις όχθες του ποταμού που περνούσε μέσα από το χωριό, κοντά στα χωράφια και ήταν προσπελάσιμος δίπλα από το αμπέλι τους! Όταν όλες τέλειωναν τα απογεύματα την εργασία τους στα κτήματά τους, η Σαββή δεν έφευγε μαζί τους. Κατέβαινε από το μονοπάτι στην όχθη του ποταμού με τις πολλές καλαμιές! Εκεί με τον σβανά της ( ένα είδος αγροτικού σουγιά με ξύλινη χειρολαβή και πριονωτή λάμα) που πάντα τον είχε στην τσέπη της ποδιά της, έκοβε τα καλάμια, τα έκανε δεμάτια και τα ανέβαζε επάνω στο αμπέλι τους. Από εκεί τα φόρτωνε στο κάρο με τον <ψαρή> και τα μετέφερε στην αυλή του σπιτιού τους, όπου τα καθάριζε από τα αιχμηρά φύλλα τους με τον σβανά της. Τα γυμνά καλάμια τα μούλιαζε μερικές ημέρες να μαλακώσουν στην χωμάτινη κουπάνα, που ήταν κατασκευασμένη στο έδαφος της αυλής, μια υποτυπώδη μακρόστενη γούρνα με νερό! Τα πατούσε κατόπιν με τα πόδια της και με έναν ξύλινο κόπανο τα κτυπούσε πάνω σε μια μεγάλη τουφεκένια (γρανιτένια) επίπεδη πέτρα, για να λειώσουν σε τέτοιο σημείο, ώστε να γίνουν σαν χονδρά κορδόνια όταν τα έτριβε με τα χέρια της, για να τα υφαίνει η μάνα της, να κάνει τις ψάθες στον ειδικό αργαλειό τους, στα νυχτέρια τους με το φως από το λυχνάρι ή την γκαζόλαμπα, αλλά και την φλόγα της φωτιάς του τζακιού στις κρύες ημέρες του καιρού!! Αυτές τις <ψάθες> όταν μαζεύονταν πολλά τεμάχια, τις φόρτωναν στο κάρο και χαράματα (κάποιου) Σαββάτου πήγαιναν η μάνα με την μικρή κόρη την Σαββή στο παζάρι της Φιλιππούπολης, που εκεί τις πουλούσαν!! Ναι ήταν και εξαιρετική εμπόρισσα η μικρή κοπέλα, έκανε αλισβερίσι καλό, με αποτέλεσμα να τις πουλά όλες τις ψάθες τους που είχαν φέρει στο παζάρι και την συμπαθούσαν κι οι πελάτες!!
Κυλούσε έτσι η καθημερινότητά τους, η ζωή τους με τις δυσκολίες της, πάντα με αγώνα - κόπο αλλά και με θάρρος, με τραγούδια, σαγκάδες (αστεία) κι όταν δεν υπήρχαν δουλειές μαζεύονταν με τις γειτόνισσες μπροστά από τα σπίτια στην άκρη του χωματόδρομου με τα πέτρινα πεζούλια να λένε τα νέα τους, ιστορίες, κουτσομπολιά κλπ.….. Αν εξαιρέσουμε τα γλέντια των ανδρών της εποχής εκείνης κάθε φθινόπωρο στα ρακοκάζανα που βγάζαν τα τσίπουρα τους, μετά τον τρύγο και την ωρίμανση των πατημένων σταφυλιών στα τεράστια ξύλινα καδιά (βαρέλια), το μεγάλο γλέντι γίνονταν στην γιορτή του Αγ. Τρύφωνα, του προστάτη των αμπελουργών!! Διότι στην περιοχή τους όλοι κατά κύριο λόγο ήταν αμπελουργοί και τιμούσαν τον <Προστάτη> Άγιο τους με τιμές, με την μεγάλη ετήσια λειτουργία παρουσία υψηλόβαθμων ιερέων, λοιπών επισήμων της περιοχής τους και μετά στο πανηγύρι μοίραζαν το <<κουρμπάνι >> (σούπα με κρέας) . Αυτό το παρασκεύαζαν μέσα σε μεγάλα γανωμένα- μπακιρένια καζάνια στην αυλή της εκκλησιάς, από τα ζώα που δώρισαν οι χωριανοί, τα οποία είχαν τάξει στην χάρη του Αγίου και το μοίραζαν σε πήλινες κούπες με ξύλινα κουτάλια σε όλους τους παρευρισκόμενους του πανηγυριού!! Η Σαββή αν και ήταν χειμώνας, άφηνε στην άκρη τα παπούτσια της για να μην της χαλάσουν και χόρευε με τα τσουράπια της (χονδρές πλεκτές κάλτσες με σχέδια) στα πόδια της μόνο, ενδεδυμένη με την καλή της φορεσιά ! Πιασμένη στον κύκλο των χορευτών, χόρευε ακούραστη τους παραδοσιακούς χορούς του τόπου, όλη την ημέρα με τα νταούλια και τα κλαρίνα, παρόλο το κρύο της εποχής (1η Φεβρουαρίου)..! Το πανηγύρι αυτό αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο και την καλύτερη γνωριμία – επαφή της νεολαίας για τα μετέπειτα προξενιά!!
Στο αμπέλι τους δίπλα, ήταν και το κτήμα του παπά του χωριού, που εκείνο το καλοκαίρι παινεύονταν σ΄όλους τους συγχωριανούς, για μια σπάνιας - ιδιαίτερης ποικιλίας μεγαλόκαρπης κολοκύθας που του χάρισε ένα φυτό της, κάποιος μακρινός συγγενής του. Το είχε φύτεψε στο μποστάνι του κι έγινε μια υπερμεγέθη- μοναδική ολοστρόγγυλη - πορτοκαλοκίτρινη κολοκύθα που γυάλιζε όταν ο ήλιος μεσουρανούσε πάνω της και στα μεγάλα πλατιά - καταπράσινα φύλλα της!!! Κάθε ημέρα πήγαινε στο μποστάνι του να την δει μαζί με την παπαδιά του και παινεύονταν διαρκώς για το απόκτημά του! Μια ημέρα από εκείνες που η παπαδιά με τον παπά άρχισαν την κομπορρημοσύνη τους, τα παινέματα τους, τους πλησίασε η Σαββή και τους ρώτησε πότε θα την κόψουν και θα την μαγειρέψουν, για να της χαρίσουν μερικούς σπόρους της, να φυτέψει κι εκείνη για την επόμενη χρονιά στον μπαξέ της. Της απάντησαν με στόμφο - υπερηφάνεια – αλαζονικά ότι θα την κόψουν στα τέλη Αυγούστου, για να κάνουν γλυκό του κουταλιού ένα κομμάτι της και να φυλάξουν την υπόλοιπη για πίττες και για ρετσέλι ! Όμως δεν θα τις έδιναν από το σπόρο της, γιατί αυτός ήταν σπάνιος και θα τον κρατούσαν αποκλειστικά γι’ αυτούς. Θα τον έσπερναν και θα πουλούσαν οι ίδιοι αυτές - της μοναδικής ποικιλίας κολοκύθες κι έτσι θα κέρδιζαν αρκετά χρήματα !! Στεναχωρήθηκε πολύ η Σαββή με την κακία και την πλεονεξία αυτών των ανθρώπων που είναι < δήθεν > του Θεού, αλλά δεν τους είπε τίποτε κι έφυγε σκεπτική!! Στο σπίτι της δεν ανέφερε κάτι από αυτήν την συζήτηση στην οικογένειά της, όμως όλη την νύχτα στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της κι έκανε σχέδια πολλά……!
Όταν εκείνος ο Αύγουστος κόντευε να τελειώσει, ένα πρωϊνό τα χαράματα πριν πάνε οι αγρότες στα κτήματα τους, η Σαββή πήγε στο αμπέλι της, σύρθηκε στην Γη ανάμεσα από τα κλίματα και έφθασε στο μποστάνι του παπά, στο μέρος που ήταν η κολοκύθα. Με το σβανά της έκοψε το χονδρό κοτσάνι της κολοκύθας από το φυτό και όπως ήταν καθισμένη στο έδαφος, με τα πόδια της την έσπρωξε και κύλησε στην πλαγιά που ήταν δίπλα από το κτήμα του παπά!! Μετά από το μονοπάτι προς το ποτάμι, πήγε στην πλαγιά εκεί που κατρακύλησε η κολοκύθα και την έχωσε μέσα στις καλαμιές! Έκοψε μερικά αγριόχορτα, την καλοσκέπασε να μην φαίνεται καθόλου και μετά επέστρεψε ήρεμη στο χωριό, χωρίς να την δει κανένας, συνεχίζοντας δε κατόπιν την ημέρα της στα κτήματά τους, σαν να μην είχε γίνει τίποτε!! Το δειλινό περνώντας από το δρόμο εκεί που ήταν του παπά το μποστάνι και το αμπέλι της, άκουσε φωνές και τσιρίδες της παπαδιάς αλλά και του παπά!! Κοντοστάθηκε στον δρόμο και τους ρώτησε δήθεν απορημένα τι συμβαίνει! Εκείνοι ταραγμένοι της είπαν ότι η κολοκύθα τους δεν υπήρχε, κάποιος την πήρε, κάποιος την έκλεψε και με τα χέρια τους κρατούσαν τα κεφάλια τους που ταρακουνιόνταν, σαν να επρόκειτο να πέσουν από το τράνταγμα πέρα -δώθε!! Τους αποχαιρέτισε παρηγορώντας τους, λέγοντάς : __< καλή υπομονή, με το καλό να την βρείτε σύντομα > κι έφυγε στο σπίτι της!! Όμως όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, έζεψε το άλογο τους, κρέμασε στο σαμάρι του το μεγάλο κοφίνι τους, πήρε μαζί της και την αδελφή της την Στεριανή και πήγαν στο αμπέλι τους. Εκεί πήρε το κοφίνι και κατέβηκαν από το μονοπάτι μαζί με την αδελφή της στο μέρος που είχε καταχωνιάσει – κρύψει την υπερμεγέθη κολοκύθα. Τα δύο κορίτσια την ξεσκέπασαν, έσπρωξαν την κολοκύθα στο στόμιο του πλαγιασμένου κοφινιού, μετά κι οι δύο μαζί λόγω μεγάλου βάρους, σήκωσαν το κοφίνι όρθιο, ρίχνοντας από πάνω στην κολοκύθα τα κομμένα χόρτα. Πάνω δε σ΄ αυτά πρόσθεσαν μεγάλα φύλλα καπνού από το διπλανό καπνοχώραφο και σκέπασαν έτσι την κορυφή του κοφινιού, ώστε να δείχνει ότι μεταφέρουν καπνά!! Φόρτωσαν το κοφίνι με δυσκολία στο άλογό τους κι αφού είχε σκοτεινιάσει εντελώς με το φεγγάρι να τους φωτίζει τον δρόμο, πήγαν στο σπίτι τους. Ξεπέζεψαν το άλογο από το φορτίο του, μετέφεραν κι έβαλαν το κοφίνι με την κολοκύθα σε μια γωνιά απόμερη στο κατώι, στο πιο δροσερό μέρος κι όρκισε η Σαββή την Στεριανή να μην πει τίποτε σε κανέναν, θα το χειριζόταν αυτή μόνον το θέμα της κολοκύθας……..!
Ήταν προχωρημένος Σεπτέμβριος, μετά τον τρύγο του αμπελιού τους κι αφού είχαν βγάλει με το πρώτο πάτημα των σταφυλιών τους τον μούστο, ξεκίνησαν να κάνουν ρετσέλι και καρυδένιες λαμπάδες με μουσταλευριά ( γλυκό). Τότε η Σαββή έκοψε την κολοκύθα σε τέσσερα μεγάλα κομμάτια. Κράτησε τους σπόρους της κι αφού τους καθάρισε από τις ίνες, τους έβαλε σε ταψί να στεγνώσουν έξω στον αέρα, να μην μουχλιάσουν, για να τους σπείρει αργότερα στον καιρό τους..!! Ένα κομμάτι από την μεγάλη κολοκύθα το κράτησε για κολοκυθόπιτα, ένα για φαγητό, ένα για γλυκό του κουταλιού και το τελευταίο για το ρετσέλι, που αυτό το τεμάχιο το έκοψε σε πολύ μικρά κομματάκια σε διάφορα σχέδια. Αυτά βράζονταν μέσα στον μούστο και γίνονταν το ρετσέλι, μια γλυκιά – τραγανή απόλαυση στον ουρανίσκο, θρεπτική κι υγιεινή τροφή!!! Τι γεύση μοναδική είχε αυτή η κολοκύθα!! Σε οποιαδήποτε παρασκευή κι αν την μαγείρεψαν ήταν θεϊκή , ΕΕΕ μα ήταν η κολοκύθα του παπά ευλογημένη……!!
Την ημέρα που ξεφούρνισαν από τον φούρνο τους στην αυλή το σινί (το πολύ μεγάλο μπακιρένιο ταψί) με την γλυκιά κολοκυθόπιτα, η Σαββή έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από αυτή, το τύλιξε σε μια λεπτή βαμβακερή - υφαντή πετσέτα και το πήγε πεσκέσι στο σπίτι του παπά!! Τους είπε, ότι κάποιος φίλος του πατέρα της του συγχωρεμένου τους έφερε μια μεγάλη κολοκύθα για συχώριο στην μνήμη του, από το μποστάνι της περίφημης Ορθόδοξης Ιερής μονής της < ΡΙΛΑ>, που την αγόρασε από τους καλόγερους εκεί!! Η παπαδιά έτρωγε κι έλεγε πως εάν δεν τους έπαιρναν και την δικιά τους κολοκύθα, θα έκανε κι αυτή πίτες και γλυκά!! Αναρωτιόνταν πόσο νόστιμη θα ήταν άραγε εκείνη κι ο παπάς έλεγε πως τους τιμώρησε ο Θεός για την περηφάνια τους, ενώ η Σαββή από μέσα της γελούσε σκεπτόμενη πως από την κολοκύθα τους έτρωγαν!!! Εκείνον τον χειμώνα, κάθε φορά που έτρωγε γλυκό κολοκύθας ή ρετσέλι η Σαββή, θυμόνταν την περιπέτεια με την < κολοκύθα του παπά > και χαμογελούσε με νόημα κοιτάζοντας την αδελφή της Στεριανή …….!!!!!
Στα επόμενα χρόνια υπήρχαν πολλές κολοκύθες στον μπαξέ της Σαββής!! Την μεγαλύτερη όμως την πρώτη χρονιά, της πρώτης εσοδείας της, την πρόσφερε στον παπά, σαν ψυχική εξιλέωση για την δική τους που τους είχε πάρει από το μποστάνι τους, την προηγούμενη χρονιά! Η παπαδιά της έδωσε τότε πολλές ευχές κι έκτοτε πάντα την επαινούσε στο χωριό!! Μοίρασε η Σαββή σπόρους αυτής της σπουδαίας ποικιλίας κολοκύθας σε όποιον συγχωριανό επιθυμούσε να σπείρει, με αποτέλεσμα να μην είναι κανένας παραπονεμένος στο χωριό τους κι όλοι την εκτιμούσαν …..!!!
Αυτήν την ιστορία, μας την είπε η γιαγιά μου η ΣΑΒΒΗ, η μητέρα της μάνας μου, κάποια χειμωνιάτικη βραδιά γύρω από το τζάκι μας, που παιδιά τότε τρώγαμε κι εμείς Ρετσέλι με κολοκύθα μέσα τραγανή και λατρεύαμε να ακούμε τις ιστορίες από την περιπετειώδη ζωή της……!!!!
Θεωρώ ότι με τον αυτόν τον δικό μου τρόπο, αποδίδω στην μνήμη αυτής της γιαγιάς μου ένα είδους <αναγνώρισης - τιμής >, σε μια γυναίκα ιδιαίτερα δυνατού - προικισμένου χαρακτήρα, δουλευτάρας, έντιμης, αφοσιωμένης στην οικογένεια, αγωνίστριας μιας δύσκολης ζωής, πολύ βασανισμένης - πικραμένης και ταλαιπωρημένης, όμως αυστηρής, αρχηγικής, ισχυρογνώμων και επίμονης, που η ζωή της δεν υπήρξε ποτέ εύκολη ή καλή μαζί της !!
Ήταν σ΄εκείνους τους χρόνους και τόπους που γραφόντανε η νεότερη ιστορία μας……!!!!!!!
Με την γιαγιά μου αυτή μεγαλώσαμε, την αγαπούσα πολύ, όμως συχνά ήμασταν σε ένταση μεταξύ μας, διότι της έμοιαζα σε πολλά χαρακτηριστικά της και κυρίως στον δυναμικό της χαρακτήρα και φυσικό είναι δύο όμοιες - ισχυρές προσωπικότητες στον ίδιο χώρο πάντα να συγκρούονται και να διαφωνούνε!! Δεν ξέχασα ποτέ ότι μου δώρισε εκείνα τα χρήματα, με τα οποία αγόρασα τα πολύ όμορφα ενδύματά μου από την καλύτερη μπουτίκ της πόλης μου, για τον χορό της αποφοίτησής μου!! Όμως κι εγώ ήμουν εκείνη, που φρόντισε για την γεροντική της περίθαλψη μέχρι τα βαθιά της γεράματα, το κατευόδιο της και τις απέδωσα με πολύ αγάπη κάθε τελετή στην μνήμη της μέχρι και σήμερα!!
Να αγαπάτε τους ανθρώπους σας και να τους το λέτε τακτικά, να τους αγκαλιάζετε στοργικά, διότι είναι άγνωστο μέχρι πότε θα είσαστε μαζί …!!!!!!!!!!
Αξίζει πάντα να θυμόμαστε - να τιμούμε εκείνους που με αυτοθυσία μας φρόντισαν σε καιρούς δύσκολους – σκληρούς με αγάπη και θέρμη στην ψυχή τους ….!!!!!!!!
ΣΥΜΗ ΥΦΑΝΤ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλιά σας να αποστέλλονται στη ταχυδρομική διεύθυνση simyif@gmail.con