ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ::: ( 5 Μέρος ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ - ΘΗΡΑ )!!!!!!
Ξεκούραστες πλέον, αργά το απόγευμα ξεκινήσαμε και οι τρεις μας ευδιάθετες να σεργιανούμε στα στενοσόκακα της Χώρας, για να βγούμε στο φρύδι των βράχων, προς τις βόρειες περιοχές της πόλης, τα επάνω Φηρά, στην Καλντέρα προς το Φηροστεφάνι και το Ημεροβίγλι. Περάσαμε από καταστήματα λαϊκής τέχνης, κοσμηματοπωλεία και κάθε είδους μικρομάγαζο με απλωμένες τις πραμάτειες τους έξω στον δρόμο, μπαράκια, ταβερνούλες και με πολλούς τουρίστες στα δρομάκια που βολτάριζαν ανέμελα για την ευχαρίστησή τους.
Αφού προσπεράσαμε το κέντρο, μέσα από ένα στενάκι, βγήκαμε επί τέλους στην άκρη της Καλντέρας, στο φρύδι και το μακρύ καλντερίμι που το περιδιάβαινε, ελαφρά ανηφορικό, στρωμένο με μαύρη ηφαιστειακή πέτρα και με στηθαία -πεζούλες προστασίας στην άκρη του γκρεμού από τα ίδια υλικά. Η απεραντοσύνη εμπρός μας μαγική εικόνα και δίπλα μας στον γκρεμό υπήρχε μια εκκλησούλα , ο καθολικός Ναός του Άγιου Στυλιανού φαινόταν σαν να ήταν στον αέρα. Η κατασκευή της προκαλούσε τον μεγάλο θαυμασμό μας για τους κτίστες του, το πως κατάφεραν να την στήσουν σε τόσο απότομο, επικλινές έδαφος, εκεί δίπλα στην οδό Νομικού, που αποτελούσε το κόσμημα του δρόμου!!..
Σε όλη την διαδρομή είχαμε ευχάριστη διάθεση και κυρίως η Ειρήνη που με τα πειράγματά της για τον Γάλλο της προκυμαίας, προσπαθούσε να με κάνει να ξεχαστώ από την χθεσινή πίκρα με την περίπτωση του Γιώργου και το ξαφνικό αναπάντεχο τέλος, σε ότι έζησα τις προηγούμενες ημέρες…. Χρυσή καρδιά, έξυπνη κι εύστροφη, στήριζε την πονεμένη φίλη της !!
Λίγο η ατμόσφαιρα του δειλινού, λίγο και οι σημερινές εμπειρίες και εικόνες, μου δημιούργησαν μια περίεργη ψυχική ευφορία. Είχαμε απομακρυνθεί ήδη αρκετά από το κέντρο, τα καταστήματα και τους τουρίστες. Το μονοπάτι μας περνούσαμε μπροστά από κάποια σπίτια σε σειρά, με θέα την καλντέρα, που είχαν μια ιδιαίτερη δόμηση - νεοκλασική, φαίνονταν αρχοντόσπιτα, ήταν η συνοικία Καθολικά (ή da costa). Στο ισόγειο είχαν αψίδες ανοικτές με ένα χαμηλό μόνο ξύλινο φράκτη. Δίπλα ήταν η ξύλινη εξώπορτα με σκαλισμένα περίτεχνα σχέδια και με μπρούντζινο-μεταλλικό ρόπτρο (παραδοσιακό κουδούνι) και βαμμένα σε χρώμα κεραμιδί. Στον επάνω όροφο στο κάθε σπίτι εμπρός, είχε εσοχή που δημιουργούσε μπαλκόνι με κτιστά στηθαία - κάγκελα και με τοξωτά παράθυρα, μπαλκονόπορτες, βαμμένα σε θαλασσί ή μπλε χρώματα. Όπως ήταν παρατεταγμένα στην σειρά αυτά τα αρχοντόσπιτα - καπετανόσπιτα με την ενετική - νεοκλασική αρχιτεκτονική τους, έμοιαζαν με πίνακα ζωγραφικής. Όμως όλα ήταν κλειστά, κλειδωμένα, δεν υπήρχαν οι κάτοικοί τους. Παρατηρώντας αυτές τις όμορφες και λίγο μελαγχολικές εικόνες, μ΄έπιασε ένας συναισθηματικός ίστρος κι άρχισα να φωνάζω μέσα σε κάθε καμάρα, του κάθε σπιτιού::
- << Ήρθα ξυπνήστε, ξυπνήστε άρχοντες, εδώ είμαι >> και κτυπούσα τα μεταλλικά χεράκια - ρόπτρα στις εξώθυρες! Τα κορίτσια ξέσπασαν σε γέλια κι άρχισαν κι αυτές να φωνάζουν <<ξυπνήστε >> και κτυπούσαν κι αυτές τα ρόπτρα στις εξώπορτες.! Είχαμε ήδη φθάσει στα Επάνω Φηρά τον <Φραγκομαχαλά>. Συνεχίσαμε το μονοπάτι με την πανέμορφη θέα της Καλντέρας, των κάθετων ηφαιστειογενών βράχων και της απέραντης θάλασσας. Προσπεράσαμε και το νεοκλασικό αρχοντικό του Π. Νομικού με το κοκκινοκεραμιδί χρώμα των τοίχων του, ένα μεγάλο γεωμετρικό κτίσμα με αψίδες εμπρός, τριώροφο από την πλευρά του μονοπατιού μπροστά κι επιβλητικό, αλλά κι αυτό χωρίς κατοίκους. Στη συνέχεια του μονοπατιού μας προς το Φηροστεφάνι, βρεθήκαμε μπροστά σε μία φαρδιά σκάλα με περίπου 20 σκαλοπάτια, που μας οδήγησε σε μια ανοιχτοσιά, μια τεράστια βεράντα φυσική , στρωμένη με κάποιο κονίαμα, μπροστά στην Καλντέρα. Από εκεί φαινόταν απέναντι στο βάθος, στα πρανή των κόκκινων βράχων η συνοικία των Κάτω Φηρών και στην συνέχεια τα νησιά των ηφαιστείων…. Στην πίσω πλευρά της βεράντας, στο βάθος του χώρου στα ανατολικά, έχασκε ένα ερειπωμένο κτήριο, μεγάλο σαν <κάστρο> μας φάνηκε, που μόνο το ισόγειό του σώζονταν και είχε μεγάλες αψίδες – καμάρες στην σειρά, που μεταξύ τους δεν επικοινωνούσαν, τους χώριζε τοιχοποιία. Το πίσω μέρος της κατασκευής αυτής εφάπτονταν με το επικλινές έδαφος του υψηλού λόφου. Από πάνω και στην πλαγιά ήταν σωριασμένα τα υλικά του υπόλοιπου κτηρίου ή κι άλλων ίσως κατεστραμμένων σπιτιών, που δημιουργούσαν πρόσθετο όγκο. Φαίνεται ότι το αρχικό αυτό κτήριο ήταν πολύ μεγάλο, αν υπολογίζονταν όλη η έκταση που καταλάμβανε συνολικά το υπερυψωμένο ισόγειο κτίσμα με την βεράντα και τα εναπομείναντα χαλάσματα στο βάθος, προφανώς πάρα πολύ παλιάς κατασκευής. Στην άκρη όλου του χώρου στα δεξιά, υπήρχε μια επικλινής απότομη σκάλα μεγάλου μήκους, με συνεχόμενα πάρα πολλά πέτρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσε στην κορυφή του λόφου με τα γκρεμισμένα κτήρια σε όλο το ύψος του....
Η διαπίστωσή μας αυτή μας στεναχώρησε, γιατί δυστυχώς δεν υπήρχε αυτό το ιδιαίτερο κτήριο, για εμάς το <κάστρο>, αλλά μάλλον κατέρρευσε στους φοβερούς σεισμούς του 1956 μαζί κι όλα τα υπόλοιπα σπίτια του λόφου. Φαντάστηκα τους κατοίκους του εκείνης της εποχής, τις κυρίες με τα αέρινα λεπτά ενδύματά τους να σεργιανούν στους εξώστες και να αγναντεύουν το πέλαγος περιμένοντας τον καλό τους……
Συνεπαρμένη με όλα αυτά άρχισα να φωνάζω, να καλώ το πνεύμα του <κάστρου> μπροστά από τις καμάρες του:: - << Πνεύμα του Κάστρου ξύπνα, ήρθα ξύπνα>>.
Το επανέλαβα πολλές φορές, ώσπου η Ειρήνη που κάθονταν με την Βέττα στο πέτρινο πεζούλι, στην άκρη της μεγάλης βεράντας που κοιτούσε στην θάλασσα, φώναξε : -<< Έλα - έλα θα χάσουμε την δύση>>. Πήγα κοντά τους και κάθισα κι εγώ στο πεζούλι με τρόπο να έχω θέα και προς την θάλασσα και προς το <κάστρο >. Την ίδια στάση προτίμησε και η αδελφή μου, ενώ η φίλη μας ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την Καλντέρα και την πόλη.
Ο ήλιος έδυε εκείνη την στιγμή μέσα στα νερά του Αιγαίου, βάφοντας τα γαλάζια του νερά και τον ουρανό με όλες τις αποχρώσεις του κοκκινόχρυσου. Οπτική μαγεία, ευχαρίστηση, μοναδικές εικόνες κι η θάλασσα τιθασευμένη λες από τα ηλιοχρώματα καθόταν ατάραχη, ακύμαντη, να την θωπεύουν οι τελευταίες αχτίνες και να την στολίζουν με τον πολύχρωμο αυτό μανδύα. Σιγά-σιγά βυθίστηκε ο ήλιος στο πέλαγος και το λυκόφως του πάλευε να κρατηθεί λίγο ακόμη, μέχρι που χάθηκε στον ορίζοντα κι απέμεινε μια αδύναμη αχλή φωτός….. Άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό ο ασημένιος μεγάλος δίσκος της Σελήνης, να φωτίζει το σκοτάδι και να διαλύει λίγο την νύχτα που είχε απλώσει τα φτερά της πάνω στην πλάση. Γέμισε ο καθαρός ουρανός αστέρια κι αστεράκια, που κι αυτά με την σειρά τους λάμπρυναν την νύχτα και φαίνονταν σαν διαμαντάκια πάνω στον ουράνιο θόλο. Από τον γκρεμό κι από τους γύρω λόφους τριζόνια και γρύλλοι γέμισαν με γλυκούς ήχους το μελτέμι που μας χάιδευε τρυφερά τα κορμιά μας, δροσίζοντάς τα από την κάψα της ημέρας που έφυγε….
΄Ετσι χαλαρωμένες κι ευτυχισμένες για όσα τα μάτια μας έβλεπαν κι η μνήμη μας γέμιζε υπέροχες εικόνες του τοπίου, αντιλαμβάνομαι με την άκρη του ματιού μου, μια κίνηση στις καμάρες. Γυρίζω ολόκληρη προς αυτές και βλέπω μια μεγάλη μαύρη σκιά ανθρώπινου σχήματος με μπέρτα και κουκούλα, σαν αυτές των παλαιών εποχών, να μετακινείται μέσα από τις καμάρες του ισογείου κτηρίου, που όμως αυτές μεταξύ τους είχαν διαχωριστικούς τοίχους . Συνειδητοποιώ έντρομη ότι κάποιο φάντασμα εμφανίσθηκε μετά από το κάλεσμά μου κι άρχισε να μας πλησιάζει. Λέω στην αδελφή μου χαμηλόφωνα: -<< Βέττα βλέπεις ότι βλέπω ?? >>. Είχε κι εκείνη γυρίσει προς το κτήριο και μου απάντησε με τρεμάμενη φωνή: - << Βλέπω , βλέπω τι κάνουμε τώρα ??>> . Αμέσως συνέρχομαι και λέω στα κορίτσια με σιγανή φωνή : -<< σηκωθείτε να φύγουμε αμέσως και τώρα τρέχουμε >> . Πρέπει και η Ειρήνη κάτι να αντιλήφτηκε από την συνομιλία μου με την αδελφή μου και πετάχτηκε πρώτη να τρέχει προς τα σκαλοπάτια, μαζί με εμάς από πίσω της. Με το που κατεβήκαμε στο καλντερίμι, ανταμώσαμε μ΄ έναν παπά που ερχόταν από την πάνω μεριά του μονοπατιού, από το Φηροστεφάνι. Τσιρίδες και τρέξιμο όλες προς τα κάτω του καλντεριμιού, περάσαμε μπροστά από τα αρχοντόσπιτα κι εγώ είχα έντονη την αίσθηση ότι η σκιά με ακολουθούσε, ότι ήταν πίσω μου!!!.
Σε ελάχιστο χρόνο προσπεράσαμε την συνοικία < Καθολικά> και χωθήκαμε στην αγορά, που τα μαγαζιά ευτυχώς ήταν ανοικτά ακόμη και κόσμος κυκλοφορούσε. Μπήκαμε στο ξενοδοχείο αλαφιασμένες, ανεβήκαμε τρέχοντας τις σκάλες και κλειδωθήκαμε στο δωμάτιό μας. Τέτοιος φόβος μας είχε καταλάβει που κλείσαμε και το παράθυρο, παρ όλο που έκανε πολύ μεγάλη ζέστη και κουλουριαστήκαμε στα κρεβάτια μας. Η Ειρήνη έλεγε και ξανάλεγε : -<< Θα με ξεκάνετε , θα με ξεκάνετε, τι κάνατε τρελαθήκατε?? < Κι εσύ ( δείχνοντάς με ) ξύπνησες το φάντασμα του < κάστρου> !! πα πά - πω - πω!!! >>…. .
Αφού καλμάραμε, τις είπα ότι την επομένη με το φως έπρεπε να πάμε πάλι εκεί να κοιμίσω το πνεύμα του <κάστρου>, δεν θα έπρεπε παραμείνει ενεργοποιημένο άλλο, μήπως και τρομάξουν κι άλλοι άνθρωποι εάν βρίσκονταν νύχτα εκεί και να ησυχάσω κι εγώ που τάραξα την αιώνια γαλήνη του, με την πρόσκλησή μου !!!
Η Ειρήνη τινάχτηκε από το κρεβάτι και ξαναφώναξε:
-<<Να πάτε εσείς, εγώ δεν έρχομαι, δεν θα ξανά λαχταρήσω, κάντε ότι θέλετε>>… Έφυγε κτυπώντας δυνατά την πόρτα και πήγε στην δική της πανσιόν.
Όλο το βράδυ εμείς δεν κοιμηθήκαμε, στριφογυρίζαμε αδιάκοπα στα κρεβάτια μας, είτε από την ένταση των γενόμενων, είτε γιατί είχαμε πολύ ζέστη με κλειστό το παράθυρο. Το πρωί προσπαθήσαμε να αναπληρώσουμε τον βραδινό ύπνο μας…….
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ 6 μέρος :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλιά σας να αποστέλλονται στη ταχυδρομική διεύθυνση simyif@gmail.con